- αγωγιάζω
- 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω.ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγωγιάζω — αγώγιασα, δίνω ή παίρνω μεταφορικό μέσο με αμοιβή (αγώι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγιαστήριο — το [αγωγιάζω] έγγραφο σε μορφή επιστολής, που εκδίδεται για σύμβαση μεταφοράς προσώπων ή πραγμάτων από τον αποστολέα προς τον παραλήπτη και περιέχει όλα τα στοιχεία που καθορίζει ο νόμος ο όρος αγωγιαστήριο έχει πέσει σήμερα σε αχρηστία. Στη θέση … Dictionary of Greek
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek
αγώγιασμα — το [αγωγιάζω] μίσθωση υποζυγίου … Dictionary of Greek